ώση

ώση
Στη φυσική ο όρος σημαίνει την ενέργεια μιας δύναμης στην επιφάνεια ενός σώματος. Ειδικότερα, είναι η δύναμη που ασκεί ένα σύστημα προώθησης για να υπερνικήσει την αντίσταση κατά την κίνηση, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις προώθησης από αντίδραση.
* * *
η / ὦσις, ὤσεως, ΝΑ
ώθηση
νεοελλ.
η προς τα εμπρός κίνηση
αρχ.
χτύπημα, βαθούλωμα που προκλήθηκε από σπρώξιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλ. ὤσω τού ὠθῶ, -έω (αντί τού αμάρτυρου αναμενόμενου τ. *ὦσ-τις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • -ωση — ωσις, ΝΜΑ κατάλ. θηλυκών ονομάτων που παράγονται από ρήματα σε ώνω / όω (πρβλ. μίσθ ωση, στίλβ ωση). Η κατάλ. αυτή χρησιμοποιήθηκε ωστόσο και για τον σχηματισμό ονομάτων, μολονότι δεν μαρτυρείται το αντίστοιχο ρήμα σε όω (πρβλ. παίδ ωσις). Τέλος …   Dictionary of Greek

  • ὤσῃ — ὤσηι , ὦσις thrusting fem dat sg (epic) ὠθέω thrust aor subj mid 2nd sg (epic ionic) ὠθέω thrust aor subj act 3rd sg (epic ionic) ὠθέω thrust fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαλμονέλ(λ)ωση — η, Ν 1. ιατρ. γενικός όρος που αναφέρεται στις μολύνσεις από τα βακτήρια τού γένους σαλμονέλ(λ)α, μολύνσεις στις οποίες περιλαμβάνονται ο τυφοειδής και παρατυφοειδής πυρετός, καθώς και μία σειρά τροφικών λοιμώξεων με γαστρεντερική εντόπιση και,… …   Dictionary of Greek

  • σιγκέλ(λ)ωση — η, Ν ιατρ. εντερική πάθηση, δυσεντερία τών ανθρώπων και τών ζώων, η οποία οφείλεται στα βακτήρια σιγκέλες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. λ., πρβλ. αγγλ. shigellosis < shigella «σιγκέλ(λ)α» + κατάλ. osis (< ωσις)] …   Dictionary of Greek

  • σκίρ(ρ)ωση — η / σκίρ(ρ)ωσις, ώσεως, ΝΑ [σκιρ(ρ)ῶ] νεοελλ. ιατρ. νεοπλασία σκιρρώδους φύσεως αρχ. κίρρωση …   Dictionary of Greek

  • ίωση — ἡ ιατρ. ασθένεια που προκαλείται από έναν ή περισσότερους ιούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. virose < virus < λατ. virus «δηλητήριο». Ο τ. ίωση σχηματίστηκε από τη λ. ιός «δηλητήριο» και την κατάλ. ωση, χαρακτηριστική… …   Dictionary of Greek

  • βαλλιστικά βλήματα — Ο όρος β.β. καθιερώθηκε στη σύγχρονη τεχνική ορολογία μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και σημαίνει κινητά σώματα που εκτοξεύονται και διατηρούνται στην τροχιά τους με συστήματα αυτοπροώθησης και ενδοαντίδρασης ή με κινητήρες αντίδρασης διαφόρων… …   Dictionary of Greek

  • ὤσηι — ὦσις thrusting fem dat sg (epic) ὤσῃ , ὠθέω thrust aor subj mid 2nd sg (epic ionic) ὤσῃ , ὠθέω thrust aor subj act 3rd sg (epic ionic) ὤσῃ , ὠθέω thrust fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκάφος — Σύνολο εξωτερικών και εσωτερικών στοιχείων, που επιτρέπουν σ’ ένα πλοίο να πλέει και να αντέχει στις πιέσεις στις οποίες υπόκειται κατά τις διάφορες συνθήκες χρήσης. Σ’ ένα μεταλλικό πλοίο, το στεγανό περίβλημα (επίρραμμα), που αποτελεί το… …   Dictionary of Greek

  • στροβιλοαντιδραστήρας — ο, Ν 1. (αερον.) αεριοστρόβιλος που παράγει απευθείας την απαιτούμενη ώση με εκβολή θερμών καυσαερίων με υψηλή ταχύτητα 2. φρ. α) «στροβιλοαντιδραστήρας αντώσεως» στροβιλοαντιδραστήρας ο οποίος χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά απλουστευμένη δομή που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”