-ωση — ωσις, ΝΜΑ κατάλ. θηλυκών ονομάτων που παράγονται από ρήματα σε ώνω / όω (πρβλ. μίσθ ωση, στίλβ ωση). Η κατάλ. αυτή χρησιμοποιήθηκε ωστόσο και για τον σχηματισμό ονομάτων, μολονότι δεν μαρτυρείται το αντίστοιχο ρήμα σε όω (πρβλ. παίδ ωσις). Τέλος … Dictionary of Greek
ὤσῃ — ὤσηι , ὦσις thrusting fem dat sg (epic) ὠθέω thrust aor subj mid 2nd sg (epic ionic) ὠθέω thrust aor subj act 3rd sg (epic ionic) ὠθέω thrust fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαλμονέλ(λ)ωση — η, Ν 1. ιατρ. γενικός όρος που αναφέρεται στις μολύνσεις από τα βακτήρια τού γένους σαλμονέλ(λ)α, μολύνσεις στις οποίες περιλαμβάνονται ο τυφοειδής και παρατυφοειδής πυρετός, καθώς και μία σειρά τροφικών λοιμώξεων με γαστρεντερική εντόπιση και,… … Dictionary of Greek
σιγκέλ(λ)ωση — η, Ν ιατρ. εντερική πάθηση, δυσεντερία τών ανθρώπων και τών ζώων, η οποία οφείλεται στα βακτήρια σιγκέλες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. λ., πρβλ. αγγλ. shigellosis < shigella «σιγκέλ(λ)α» + κατάλ. osis (< ωσις)] … Dictionary of Greek
σκίρ(ρ)ωση — η / σκίρ(ρ)ωσις, ώσεως, ΝΑ [σκιρ(ρ)ῶ] νεοελλ. ιατρ. νεοπλασία σκιρρώδους φύσεως αρχ. κίρρωση … Dictionary of Greek
ίωση — ἡ ιατρ. ασθένεια που προκαλείται από έναν ή περισσότερους ιούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. virose < virus < λατ. virus «δηλητήριο». Ο τ. ίωση σχηματίστηκε από τη λ. ιός «δηλητήριο» και την κατάλ. ωση, χαρακτηριστική… … Dictionary of Greek
βαλλιστικά βλήματα — Ο όρος β.β. καθιερώθηκε στη σύγχρονη τεχνική ορολογία μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και σημαίνει κινητά σώματα που εκτοξεύονται και διατηρούνται στην τροχιά τους με συστήματα αυτοπροώθησης και ενδοαντίδρασης ή με κινητήρες αντίδρασης διαφόρων… … Dictionary of Greek
ὤσηι — ὦσις thrusting fem dat sg (epic) ὤσῃ , ὠθέω thrust aor subj mid 2nd sg (epic ionic) ὤσῃ , ὠθέω thrust aor subj act 3rd sg (epic ionic) ὤσῃ , ὠθέω thrust fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκάφος — Σύνολο εξωτερικών και εσωτερικών στοιχείων, που επιτρέπουν σ’ ένα πλοίο να πλέει και να αντέχει στις πιέσεις στις οποίες υπόκειται κατά τις διάφορες συνθήκες χρήσης. Σ’ ένα μεταλλικό πλοίο, το στεγανό περίβλημα (επίρραμμα), που αποτελεί το… … Dictionary of Greek
στροβιλοαντιδραστήρας — ο, Ν 1. (αερον.) αεριοστρόβιλος που παράγει απευθείας την απαιτούμενη ώση με εκβολή θερμών καυσαερίων με υψηλή ταχύτητα 2. φρ. α) «στροβιλοαντιδραστήρας αντώσεως» στροβιλοαντιδραστήρας ο οποίος χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά απλουστευμένη δομή που … Dictionary of Greek